- συμπίπτουσα
- συμπί̱πτουσα , συμπίτνωfallpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CASILINUM — Italiae oppid. in Campania. Plin. l. 3. c. 5. Strabo, l. 5. Γνωριμώτατοι δὲ τῶ ὁδῶν, ἥτε Α᾿ππία, καὶ ἡ Λατίνη καὶ ἡ Ο᾿υαλερία. μέση δ᾿ αὐτῶν ἡ Λατίνη, ἡ συμπίπτουσα τῇ Α᾿ππία κατα Κασιλῖνον πόλιν διέχουσαν Καπύης εννεακαίδεκα ςταδίους. Et postea… … Hofmann J. Lexicon universale
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek